- πολυτροπίας
- πολυτροπίᾱς , πολυτροπίαversatilityfem acc plπολυτροπίᾱς , πολυτροπίαversatilityfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυσχιδία — και ιων. τ. πολυσχιδίη, ἡ, Α [πολυσχιδής] 1. η πολλαπλή ή η ποικιλότροπη διαίρεση («τὰς μέντοι πολυτροπίας τὰς ἐν ἐκάστῃ τῶν νούσων καὶ τὴν πολυσχιδίην οὐκ ἠγνόεον ἔνιοι», Ιπποκρ.) 2. η ποικιλία … Dictionary of Greek